- υπερσοφιστής
- ὁ, Α [σοφιστής]ο πρώτος μεταξύ τών σοφιστών, ἀρχισοφιστής*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερσοφιστής — arch sophist masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερσοφιστεύω — Α [ὑπερσοφιστής] υπερτερώ στα σοφίσματα, στις πανουργίες … Dictionary of Greek